- ευφύλακτος
- εὐφύλακτος, -ον (Α)1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» — η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ.β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» — το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.)2. φρ. α) «εὐφύλακτός τινι γίγνομαι» — παρακολουθούμαι απὸ κάποιον εύκολαβ) «εὐφύλακτός τινί εἰμι» ή «εὐφύλακτος γίγνομαι» — φρουρούμαι απὸ κάποιον με ευκολίαγ) «ἐν εὐφυλάκτῳ εἰμί» — προσέχω τον εαυτό μου, φυλάγομαι3. αυτός από τον οποίο φυλάγεται κάποιος εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φυλακτός (< φυλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.